νοερῶν

νοερῶν
νοερός
intellectual
fem gen pl
νοερός
intellectual
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοερητόκος — νοερητόκος, ον (Α) (για τον Θεό) αυτός από τον οποίο εκπορεύεται κάθε νόηση, ο δημιουργός νοερών, πνευματικών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοερός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος. Το η τού τ. αντί τού ο οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή …   Dictionary of Greek

  • νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”